- διαφραγμάτιον
- διαφραγμάτιον, τό, Dim. of foreg.,A small partition, IG11(2).199A 15,45 (Delos, iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαφραγμάτιον — διαφραγμάτιον, το (Α) μικρό διάφραγμα … Dictionary of Greek